ελαττότερος

ελαττότερος
ἐλαττότερος, -α, -ον (Μ)
ελάσσων, κατώτερος («ἐλαττότερος εἰς γένος», «τῶν ἐλαττοτέρων ἀνθρώπων κατὰ τοὐς μείζονας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”